ἠπίαν

ἠπίαν
ἠπίᾱν , ἤπιος
gentle
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άπιοτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον ήπιαν ακόμη ή τον άφησαν ως υπόλοιπο 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει πιει κρασί ή που δεν μέθυσε …   Dictionary of Greek

  • εξίημι — ἐξίημι (Α) [ίημι] Ι. 1. αφήνω, επιτρέπω να βγει, να φύγει ή να απλωθεί (α. «ὁ δὲ... ἱκέτευεν ἐξίμεναι», παρακαλούσε να τόν αφήσουν να φύγει, Ομ. Οδ. β. «ἐξίει δ ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν», σαν καλός καπετάνιος άφηνε το πανί να απλωθεί …   Dictionary of Greek

  • χορταίνω — Ν 1. τρώω ώσπου να έλθει ο κορεσμός 2. γεμίζω («τα πλοία... που ως να ήπιαν φως κι έχουν χορτάσει», Γρυπ.) 3. μτφ. α) απολαμβάνω κάτι ώσπου να έλθει ο κορεσμός («χόρτασα φέτος χορό») β) μπουχτίζω, αηδιάζω («χόρτασα πια τις ψευτιές του») 4. παροιμ …   Dictionary of Greek

  • Αγαρίστη — (6ος αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο Κόρη του περίφημου τύραννου της Σικυώνας Κλεισθένη, σύζυγος του Μεγακλή, από το γένος των Αλκμεωνιδών της Αθήνας, και μητέρα του Κλεισθένη, του γνωστού μεταρρυθμιστή της Αθήνας. Από το ίδιο γένος των Αλκμεωνιδών… …   Dictionary of Greek

  • κυκεών — Είδος ροφήματος, κατά την αρχαιότητα. Ήταν ένας πολτός που αποτελούσε κράμα διαφόρων υλικών και τον έπιναν ως αναψυκτικό ή ως φάρμακο. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η Δήμητρα έψαχνε την κόρη της, Περσεφόνη, έφτασε στην Ελευσίνα και εκεί η Ιάμβη… …   Dictionary of Greek

  • ανασταίνω — και αναστήνω ανάστησα, αναστήθηκα, αναστημένος 1. ξαναφέρνω στη ζωή: Σαν σήμερα ο Χριστός ανάστησε το Λάζαρο. 2. ανατρέφω, μεγαλώνω: Και το κορίτσι και το αγόρι η γιαγιά τους τ ανάστησε. 3. ζωογονώ, ευφραίνω: Τους έδωσε κι ήπιαν ένα κρασί που και …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γούρνα — η 1. φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα, όπου συγκεντρώνεται νερό. 2. λεκάνη για το πότισμα των ζώων: Τα άλογα ήπιαν νερό στη γούρνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιλιάρα — η φιάλη που χωράει χίλια δράμια: Ήπιαν μια χιλιάρα κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”